ἀυπνίας

ἀυπνίας
ἀϋπνίᾱς , ἀυπνία
sleeplessness
fem acc pl
ἀϋπνίᾱς , ἀυπνία
sleeplessness
fem gen sg (attic doric aeolic)
ἀυπνίᾱς , ἀυπνίη
Italy
fem acc pl
ἀυπνίᾱς , ἀυπνίη
Italy
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αξημέρωτος — η, ο 1. αυτός που δεν τον βρήκε το ξημέρωμα, η αυγή 2. φρ. «αξημέρωτη νύχτα» (υπερβολή) αυτή που έχει μεγάλη διάρκεια ή που φαίνεται μεγάλη λόγω αϋπνίας ή κακής ψυχολογικής κατάστασης ή αδημονίας για κάτι που επιφυλάσσει η επόμενη μέρα 3. (σε… …   Dictionary of Greek

  • μελατονίνη — Ορμόνη της επίφυσης, η οποία συντίθεται από το αμινοξύ τρυπτοφάνη. Η μ. προκαλεί συγκέντρωση της μ. στα χρωματοφόρα κοκκία των αμφιβίων, με αποτέλεσμα να κάνει πιο ανοιχτόχρωμο το δέρμα τους. Η δράση της είναι ανταγωνιστική ως προς τη… …   Dictionary of Greek

  • σακούλα — η, Ν 1. (με υποκορ. σημ.) μικρός σάκος 2. σάκος με μικρή χωρητικότητα από χαρτί, πανί ή πλαστικό, χρήσιμος για την μεταφορά διαφόρων χύμα πραγμάτων 3. σάκος από λεπτό πανί μέσα στο οποίο τοποθετείται το γιαούρτι για να στραγγίσει 4. σακίδιο… …   Dictionary of Greek

  • ύπνος — Φυσιολογικό φαινόμενο, που χαρακτηρίζει όλα τα ανώτερα ζώα και συνίσταται σε αυτόματη αναστολή των νευρικών και ψυχικών δραστηριοτήτων, που μας συνδέουν με τον εξωτερικό κόσμο. Στη διάρκεια του ύ. είναι ελαττωμένα ο μυϊκός τόνος, η αρτηριακή… …   Dictionary of Greek

  • ηρεμιστικά — Ψυχοφάρμακα ή ψυχοτρόπα φάρμακα, δηλαδή φάρμακα που επηρεάζουν τις ψυχικές λειτουργίες και τη συμπεριφορά. Διακρίνoνται δύο κατηγορίες: τα μεγάλης δραστικότητας (φαινοθειαζίνες κλπ.) και τα απλά (βενζοδιαζεπάμη κλπ.). Τα πρώτα έχουν πολλές άλλες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”